ἀπροφάσιστος — offering no excuse masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απροφάσιστος — η, ο (AM ἀπροφάσιστος, ον) αυτός που δεν προβάλλει ψεύτικες δικαιολογίες, ειλικρινής αρχ. 1. αδικαιολόγητος, ασυγχώρητος 2. αυτός που δεν συγχωρεί, αδιάλλακτος … Dictionary of Greek
απροφάσιστος — η, ο επίρρ. α ο χωρίς προφάσεις, χωρίς δικαιολογίες, ειλικρινής, ίσιος: Τον συμπαθούσε ιδιαίτερα το θείο του αυτόν, γιατί ήταν ντόμπρος, απροφάσιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπροφασίστως — ἀπροφάσιστος offering no excuse adverbial ἀπροφάσιστος offering no excuse masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροφάσιστον — ἀπροφάσιστος offering no excuse masc/fem acc sg ἀπροφάσιστος offering no excuse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροφασίστου — ἀπροφάσιστος offering no excuse masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροφασίστους — ἀπροφάσιστος offering no excuse masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροφασίστων — ἀπροφάσιστος offering no excuse masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροφασίστῳ — ἀπροφάσιστος offering no excuse masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροφάσιστα — ἀπροφάσιστος offering no excuse neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροφάσιστοι — ἀπροφάσιστος offering no excuse masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)